Αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι,

Όπως είναι γνωστό, με το άρθρο 2α§1 (ιβ) του ν. 2331/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 3424/2005, εντάσσονται πλέον για πρώτη φορά και οι δικηγόροι στα υπόχρεα πρόσωπα προς αναφορά υπόπτων και ασυνήθιστων συναλλαγών για «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος».

Ο νέος νόμος δεν προβαίνει μόνον στην καταγραφή των υποχρεώσεων που έχουν πλέον και οι Δικηγόροι, αλλά παραπέμπει συλλήβδην στις υποχρεώσεις που επεβλήθησαν με την πρώτη Οδηγία και με το Ν. 2331/1995 στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Εξαρχής εκφράστηκε η πλήρης αντίθεση των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, με την πρόβλεψη της Οδηγίας για την προσθήκη των δικηγόρων στα υπόχρεα πρόσωπα (ενδεικτικά αναφέρουμε το ψήφισμα των Προέδρων της Ολομελείας Δ.Σ. στη Θεσσαλονίκη, 2/7/2005), ως αντίθετης με την ΕΣΔΑ, την ΣΕΕ, το Σύνταγμά μας, ως προσβάλλουσα το θεμελιώδες δικαίωμα στην υπεράσπιση, τη λειτουργική ανεξαρτησία του δικηγόρου, το θεμελιώδες καθήκον επαγγελματικής εχεμύθειας, η σπουδαιότητα των οποίων έχει αναγνωριστεί από το ΕυρΔΔΑ και το ΔΕΚ, εντούτοις παρέμεινε, δημιουργώντας τόσο πρακτικά όσο και δογματικά προβλήματα. Αντιδράσεις, όμως, σημειώθηκαν και από τον νομικό κόσμο της Ευρώπης στην επιβολή των συγκεκριμένων διατάξεων της Οδηγίας 2001/97/ΕΚ που αφορούν την υποχρέωση εκ μέρους του δικηγόρου προς αναφορά των εμπιστευτικών πληροφοριών του πελάτη.

Ειδικότερα, στο Βέλγιο, τον Αύγουστο του 2004, οι δικηγορικοί σύλλογοι προσέφυγαν ενώπιον του Βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Cour d'arbitrage), το οποίο με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2005 υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ανάλογη κίνηση με αυτή των βελγικών δικηγορικών συλλόγων είχαμε και στη Γαλλία, όπου τα συμβούλια των Δικηγορικών Συλλόγων (Conseil National des Barreaux, the Conference des Batonniers και Barreau de Paris) προσέφυγαν στο Conseil d' Etat, ζητώντας να ακυρωθεί το Προεδρικό Διάταγμα της 26ης Ιουνίου 2006, με το οποίο τέθηκε σε ισχύ η 2η Οδηγία της ΕΕ, διότι προσβάλλει την επαγγελματική ανεξαρτησία των δικηγόρων, υποβάλλοντας παράλληλα προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ.

Ενόψει της εναρμόνισης της εσωτερικής μας νομοθεσίας μέχρι την 15η Δεκεμβρίου 2007, με την 3η Κοινοτική Οδηγία (2005/60/ΕΚ), της 26ης Οκτωβρίου 2005, οι Έλληνες Δικηγόροι, δια της ομόφωνης θέσης που έχει λάβει επί του θέματος η Ολομέλεια των Προέδρων των Δ.Σ. Ελλάδος, είναι έτοιμοι να επαναλάβουν την πάγια αντίθεσή τους έναντι των επιβαλλόμενων νεοπαγών υποχρεώσεών τους, οι οποίες αμφισβητούν και αναιρούν τον θεσμικό ρόλο τους υποβαθμίζουν τη λειτουργική ανεξαρτησία τους, απειλούν το δικηγορικό απόρρητο, και δημιουργούν κλίμα δυσπιστίας στη σχέση δικηγόρου – πελάτη.

Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 42 της ανωτέρω Οδηγίας, εξέδωσε την 19η Δεκεμβρίου 2006 (SEC-2006-1793), την πρώτη έκθεσή της περί της εφαρμογής της Οδηγίας (έπεται νέα αξιολόγηση πριν την 15η Δεκεμβρίου 2009), με ειδική εξέταση της αντιμετώπισης των δικηγόρων και άλλων ανεξάρτητων επαγγελματιών νομικών, την οποία υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο.

Στα πορίσματά της έκανε ιδιαίτερη μνεία στις δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την πρακτική εφαρμογή από τα κράτη μέλη των απορρεουσών από την Κοινοτική Οδηγία υποχρεώσεων των δικηγόρων, κυρίως λόγω της αντίθεσης των τελευταίων με την υποχρέωση αναφοράς ύποπτων συναλλαγών που έρχεται σε ευθεία αντίκρουση με το καθήκον εχεμύθειας και εμπιστοσύνης που έχουν απέναντι στον εντολέα τους.

Γι' αυτό χρειάζεται, κατά την έκθεση της Επιτροπής, στο παρόν στάδιο η επανεκτίμηση της αποτελεσματικότητας των διατάξεων της Οδηγίας που αφορά το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος σε σχέση με τα νομικά επαγγέλματα.

Η CCBE σε σχόλιό της επί της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την 13η Φεβρουαρίου 2007, επανέλαβε για ακόμη μια φορά ότι η εισαγωγή της υποχρέωσης εκ μέρους των δικηγόρων αναφοράς ύποπτων συναλλαγών αποτελεί δυσανάλογο και μη αποτελεσματικό μέτρο και τόνισε την ανάγκη συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (και την FATF), προκειμένου να βρεθούν πρακτικές και αποτελεσματικές προτάσεις, προκειμένου αφενός τα νομικά επαγγέλματα να μην στοχοποιούνται από τους λευκαντές βρώμικου χρήματος, αφετέρου να μην ελλοχεύει η δυνατότητα στους δικηγόρους να συμμετέχουν σε οιαδήποτε αξιόποινη συμπεριφορά του πελάτη τους, είτε αυτή σχετίζεται με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, είτε με οποιοδήποτε άλλο αδίκημα.

Ενόψει της σπουδαιότητας του σχετικού ζητήματος, αφού η εν λόγω απόφαση του Δ.Ε.Κ. διαμορφώνει το πλαίσιο, βάσει του οποίου θα κινηθεί ο έλληνας νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προκληθέντα υπό τη 2η Οδηγία προβλήματα, εν όψει και της εφαρμογής της 3ης Οδηγίας (2005/60/ΕΚ), παραθέτω σε περίληψη την πρόσφατη σχετική απόφαση του Δ.Ε.Κ. αναφορικά με το θέμα με την υποχρέωση των δικηγόρων, όπως αυτή προβλέπεται de lege lata, να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για κάθε γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη πράξεως νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες :

Δικαστήριο των Ευρωπαικών Κοινοτήτων C-305-05/26.6.2007 /2007

Σύμφωνα με την Οδηγία 91/308/ΕΟΚ οι έχοντες την ιδιότητα του συμβολαιογράφου ή του ανεξάρτητου επαγγελματία νομικού (κατά τις νομοθεσίες των κρατών-μελών της Ε.Ε.) υποχρεούνται να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές εφόσον διαπιστώνουν γεγονότα για τα οποία γνωρίζουν ή έχουν υπόνοιες ότι συνδέονται με την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να διαβιβάζουν στις εν λόγω αρχές τα πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία που αυτές κρίνουν αναγκαία.

Στις 22 Ιουλίου 2004 διάφορες ενώσεις δικηγορικών συλλόγων άσκησαν προσφυγές, ζητώντας από το αρμόδιο δικαστήριο του Βελγίου να ακυρώσει ορισμένα άρθρα του βελγικού νόμου με τον οποίο μεταφερόταν η Οδηγία αυτή στην εθνική έννομη τάξη, με το επιχείρημα ότι η επιβολή και στους δικηγόρους της επίμαχης υποχρέωσης συνιστά αδικαιολόγητη προσβολή των αρχών της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου και της ανεξαρτησίας του δικηγόρου, που αποτελούν συστατικό στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος κάθε πολίτη για δίκαιη δίκη και σεβασμό των δικαιωμάτων του άμυνας.

Το βελγικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προδικαστικό ερώτημα περί του κατά πόσον η επιβολή στους δικηγόρους της υποχρεώσεως να ενημερώνουν τις αρμόδιες για την καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αρχές και να συνεργάζονται με αυτές προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη.

Το ΔΕΚ απεφάνθη ότι, εφόσον η αρωγή την οποία παρέσχε ο δικηγόρος στον πελάτη ζητήθηκε είτε για την άσκηση της αποστολής της υπεράσπισης ή εκπροσώπησής του σε ένδικη διαδικασία, είτε υπό την μορφή συμβουλής για τον ενδεδειγμένο τρόπο κινήσεως ή αποφυγής μιας διαδικασίας, τότε αυτός απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις ενημέρωσης και συνεργασίας, διασφαλίζοντας την προστασία του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

Αντιθέτως, οι δικηγόροι, όταν ενεργούν πράξεις χρηματοοικονομικής φύσεως ή αγοραπωλησίας ακινήτων που δεν σχετίζονται με ένδικη διαδικασία, υπέχουν τις προβλεπόμενες από την οδηγία υποχρεώσεις ενημέρωσης και συνεργασίας, καθόσον η επιβολή αυτών των υποχρεώσεων δικαιολογείται από την ανάγκη αποτελεσματικής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ανεξαρτήτως των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

Πηγή: Ποινικά Χρονικά 2007/888 επ.